- ξανθόχρους
- ξανθόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)αυτός που έχει ξανθό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. κυανό-χρους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανθόχρους — masc/fem nom pl ξανθόχρους masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθόχρουν — ξανθόχρους masc/fem acc sg ξανθόχρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθόχροι — ξανθόχρους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθόχροον — ξανθόχροος with yellow skin masc/fem acc sg ξανθόχροος with yellow skin neut nom/voc/acc sg ξανθόχρους masc/fem acc sg ξανθόχρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
απλοδοντίδες — (aplodontidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών. Ζουν αποκλειστικά στη Βόρεια Αμερική, και πιο συγκεκριμένα στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ και στη Βρετανική Κολομβία του Καναδά. Μοιάζουν πολύ με τους κάστορες και γι’ αυτό ονομάζονται κάστορες του βουνού … Dictionary of Greek
μυιοθηρίδες ή μουσκικαπίδες — (muscicapidae). Οικογένεια στρουθιόμορφων πουλιών, που ζουν στην Ευρώπη αλλά πολύ αφθονότερα στις τροπικές περιοχές, στην Ασία και τη Μαλαισία. Έχουν μικρό μέγεθος, πλατύ ράμφος με μικρές γύρω τρίχες και τρέφονται με έντομα που τα πιάνουν στο… … Dictionary of Greek
ξανθοχρόου — ξανθόχροος with yellow skin masc/fem/neut gen sg ξανθόχρους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθοχρόων — ξανθόχροος with yellow skin masc/fem/neut gen pl ξανθόχρους masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθόχροα — ξανθόχροος with yellow skin neut nom/voc/acc pl ξανθόχρους neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)